- τοξικομανής
- drogué
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
τοξικομανής — ές, Ν αυτός που πάσχει από τοξικομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοξικός «δηλητηριώδης» + μονής (< μαίνομαι), πρβλ. ναρκο μανής] … Dictionary of Greek
τοξικομανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που αγαπά με μανία και χρησιμοποιεί τοξικές (ναρκωτικές) ουσίες (μορφίνη, ηρωίνη κτλ.): Οι τοξικομανείς είναι άρρωστοι άνθρωποι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek
αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… … Dictionary of Greek
ναρκομανής — ές άτομο εθισμένο στη χρήση ναρκωτικών ουσιών, τοξικομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + μανής (θ. μαν τού μαίνομαι, πρβλ. αόρ. β ἐ μάν ην), πρβλ. μορφινο μανής] … Dictionary of Greek
οπιομανής — ές τοξικομανής που έχει εθιστεί στο όπιο και στα διάφορα παράγωγά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < όπιο + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. μορφινο μανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
Κέρουακ, Τζακ — (Jack Kerouac, Λόουελ, Μασαχουσέτη 1922 – Φλόριντα 1969). Αμερικανός συγγραφέας. Καταγόταν από γαλλοκαναδική οικογένεια. Έζησε τα νεανικά χρόνια της ζωής του στη Νέα Υόρκη και φοίτησε στο πανεπιστήμιο της Κολούμπια. Για μια περίοδο εργάστηκε ως… … Dictionary of Greek
Μοντιλιάνι, Αμεντέο — (Amedeo Modigliani, Λιβόρνο 1884 – Παρίσι 1920). Ιταλός ζωγράφος και γλύπτης, από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της σύγχρονης τέχνης. Μαθητής του Γκουλιέλμο Μικέλι, επίγονου των κηλιδογράφων, ύστερα από μια σύντομη περίοδο σπουδών στη γενέτειρά… … Dictionary of Greek
ναρκωτικά — Τοξικές ουσίες φυσικής (φυτικής) ή συνθετικής προέλευσης που η χρήση τους προκαλεί εξάρτηση, βλαβερές συνέπειες ή ακόμα και θάνατο. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας οι ομάδες των τοξικών ουσιών που προκαλούν εξάρτηση είτε σωματική είτε… … Dictionary of Greek
φτιαγμένος — η, ο μτχ. παθ. πρκ. του φτιάνω (βλ. λ.). 1. τεχνητός, μη φυσικός, νοθεμένος: Φτιαγμένο κρασί. 2. πιωμένος, μεθυσμένος: Γύρισαν φτιαγμένοι απ την ταβέρνα. 3. ως ουσ., τοξικομανής που βρίσκεται σε κατάσταση νάρκωσης ή αποχαύνωσης από την επήρεια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)